Το μηχάνημα τεχνικής υποστήριξης έγινε η ελπίδα μου. Δεν ήθελα με τίποτα να φύγω, ήθελα να μείνω απ’ έξω κι ας μην είχα απολύτως καμία οπτική επαφή μαζί σου. Δεν ήθελα να χάσω τον τελευταίο παλμό της καρδιάς σου. Ακόμα κι όταν η εφημερία τελείωσε κι όλοι είχαν πια φύγει, περίμενα υπομονετικά παρακολουθώντας τη συχνότητα των χτύπων και κάθε φορά που έκαναν κάποια παύση, έτσι κοβόταν κι η αναπνοή μου. Μόλις επέστρεφε ο σφυγμός, τότε επέστρεφε κι εκείνη, ανακουφισμένη κάπως που η καρδιά σου χτυπούσε ακόμη. Ο τομέας των επειγόντων περιστατικών έκλεισε, μεταφέρθηκες σε άλλον όροφο, σε δικό σου δωμάτιο, για να φύγεις ήσυχα… είπε ο γιατρός μιας που δεν υπήρχε ελπίδα ανάκαμψης. Το μηχάνημα έπαψε να μου δίνει κουράγιο, δε με ένοιαζε τι έλεγε ο γιατρός, το μηχάνημα ήταν και των δυο μας το στήριγμα· όμως μέχρι τη στιγμή που όλοι ξεσπάσαμε σε κλάματα.