
Ξαφνιάζομαι! Έχω την αίσθηση ότι είμαι μέσα, πολλά χρόνια πίσω. Βλέπω τον παππού να παλεύει με τα κούτσουρα, κι αυτά με τη σειρά τους να δίνουν τη δική τους μάχη με τις φλόγες δίχως να μπορούν να σωθούν ποτέ. Οι φλόγες σαν γλώσσες τα γλείφουν απαλά ώσπου αυτά να γίνουν στάχτη και μέχρις ότου χαθεί κι αυτή. Κληρονομιά που η εγκατάλειψη δε με αφήνει να απολαύσω και χάνομαι στις σκέψεις μου κληρονομώντας μόνο τις αναμνήσεις καθώς μόνο το τζάκι και ότι έχει απομείνει από την ξύλινη πιατοθήκη της γιαγιάς μένουν όρθια σε αυτό που έτρεφε την παιδική ψυχή μου.